ΕΥ Ελλάδος: Ανησυχητικές οι ενδείξεις για την ψυχική υγεία των εργαζομένων στην Ελλάδα

EY 910x521 2.jpg

Ανησυχητικά ευρήματα για την ψυχική υγεία και την ευεξία (wellbeing) των εργαζόμενων στην Ελλάδα εντοπίζει η δεύτερη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την ΕΥ Ελλάδος, την Hellas EAP και το Εργαστήριο Πειραματικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Δύο χρόνια μετά την πρώτη έρευνα, που είχε διεξαχθεί τον Μάιο του 2021, την περίοδο που στην Ελλάδα ολοκληρωνόταν το δεύτερο καθολικό lockdown, η φετινή υλοποίηση διαπιστώνει ότι τα συμπτώματα κατάθλιψης, άγχους, θυμού, αλλά και σωματοποίησης – που είχαν αποτιμηθεί και τότε και είχαν αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στην πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα – εντείνονται.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 3.129 εργαζόμενων όλων των ηλικιών, από μικρούς και μεγάλους οργανισμούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και διερεύνησε εννέα παραμέτρους: άγχος, κατάθλιψη, σωματοποίηση, θυμό, μοναξιά, ποιότητα ζωής εργαζόμενου (wellbeing), εργασιακή ποιότητα ζωής, στάσεις απέναντι στην απομακρυσμένη εργασία και στάσεις απέναντι στην ψυχική υγεία.

Εντείνονται τα συμπτώματα κατάθλιψης, άγχους και θυμού – πιο επιβαρυμένες οι γυναίκες και οι νεότεροι
Η φετινή έρευνα κατέγραψε, και πάλι, υψηλά ποσοστά για μία σειρά από συμπτώματα που σχετίζονται με την κατάθλιψη, με πολλούς από τους σχετικούς δείκτες να παρουσιάζουν επιδείνωση. Έτσι, τέσσερις στους δέκα εργαζόμενους αισθάνονται μελαγχολία και 41% απαισιοδοξία για το μέλλον, έναντι 35% το 2021. Δύο στους δέκα, όπως και πριν δύο χρόνια, έχουν αισθήματα αναξιότητας, ενώ το ποσοστό όσων έχουν σκεφτεί να δώσουν τέλος στη ζωή τους εμφανίζεται αυξημένο το 2023, φτάνοντας το 2% από 1,1% το 2021.

Αρκετά εκτεταμένα είναι και τα συμπτώματα που σχετίζονται με το άγχος σε σχέση με το 2021, καθώς τρεις στους τέσσερις (75% από 68%) αισθάνονται νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή, 44% από 40% βρίσκονται σε υπερένταση, 16% από 14% βιώνουν έντονη και συνεχή ανησυχία, και 10% από 8% βιώνουν κρίσεις πανικού. Ελαφρώς αυξημένες είναι και οι εκδηλώσεις θυμού, καθώς 75% των ερωτώμενων, έναντι 70% το 2021, αισθάνονται εκνευρισμό, ενώ, όπως και πριν δύο χρόνια, τρεις στους δέκα έχουν ξεσπάσματα θυμού που δεν μπορούν να ελέγξουν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι υψηλότερες τιμές άγχους και θυμού εμφανίζουν οι γυναίκες και οι νεότεροι εργαζόμενοι, ενώ οι εργαζόμενοι σε υβριδικό μοντέλο έχουν σημαντικά χαμηλότερες τιμές άγχους. Η επιβαρυμένη θέση των γυναικών είχε αποδοθεί, σε έναν βαθμό, κατά την προηγούμενη έρευνα, στο γεγονός ότι είχαν κληθεί, κατά την περίοδο των lockdowns, να φροντίσουν τα παιδιά, τις δουλειές του σπιτιού, ή να υποστηρίξουν ηλικιωμένα άτομα της οικογένειας, δουλεύοντας ταυτόχρονα από το σπίτι. Το γεγονός ότι η διαφοροποίηση αυτή παραμένει, υποδηλώνει ότι το πρόβλημα ενδεχομένως είναι βαθύτερο και μονιμότερο.

Έντονα εξακολουθούν να είναι και τα φαινόμενα σωματοποίησης, δηλαδή της έκφρασης του άγχους μέσω του σώματος, με συμπτώματα, όπως η κεφαλαλγία κατά το έντονο στρες. Συνολικά, δύο στους δέκα, όπως και πριν δύο χρόνια, έχουν σωματοποιήσει το άγχος, με το φαινόμενο να καταγράφεται, και πάλι, πιο έντονα ανάμεσα στις γυναίκες και τις νεότερες ηλικίες.
Ευεξία και εργασιακή ποιότητα ζωής

Οι ανατροπές στην καθημερινότητα των τελευταίων ετών έχουν επηρεάσει σημαντικά και την ποιότητα ζωής των εργαζόμενων σήμερα. Έτσι, μόλις το 52% δηλώνουν ότι μπορούν να διαχειριστούν τα επίπεδα του στρες, ενώ 64% αισθάνονται ότι το στρες από την εργασία τους, επηρεάζει την προσωπική τους ζωή. 56% δηλώνουν ότι το πρόγραμμα εργασίας τους τούς επιτρέπει να περνούν χρόνο με την οικογένεια ή τους φίλους, ωστόσο μόλις 39% σταματούν να σκέφτονται τη δουλειά όταν τελειώνει και δημιουργούν χρόνο για ξεκούραση. Σε αυτό το πλαίσιο, 46% δηλώνουν ότι διατηρούν μία αρμονία προσωπικής και επαγγελματικής ζωής.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι επτά στους δέκα εργαζόμενοι αισθάνονται ότι η διαχείριση των οικονομικών τους τούς προκαλεί συχνά στρες, ενώ 54% αισθάνονται έντονη ανησυχία και στρες για το μέλλον (π.χ., ενεργειακή κρίση, κλιματική αλλαγή, κ.λπ.).

Υποστήριξη και φροντίδα από τους οργανισμούς
Αποθαρρυντική είναι η εικόνα ως προς τις αντιλήψεις των εργαζόμενων για την υποστήριξη που τους παρέχει ο οργανισμός τους στα ζητήματα ψυχικής υγείας. Λίγοι περισσότεροι από ένας στους πέντε (23%) πιστεύουν ότι ο οργανισμός τους φροντίζει για την ψυχική υγεία και ευεξία των εργαζόμενων, και 31% ότι προσφέρει στους εργαζόμενους προγράμματα και δράσεις υποστήριξης της ψυχικής υγείας και ευεξίας. Επιπλέον, μόλις 19% των εργαζόμενων στον ιδιωτικό και 0,22% στον δημόσιο τομέα, δηλώνουν ότι ο οργανισμός τους δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους εργαζόμενους να μιλούν ανοιχτά για τα θέματα ψυχικής υγείας.

Οι προσδοκίες των εργαζόμενων από την επιχείρηση
Με τα δεδομένα αυτά, οι επιχειρήσεις έχουν έναν κρίσιμο ρόλο να παίξουν για να βοηθήσουν τους εργαζόμενους να αντιμετωπίσουν την επιβάρυνση της ψυχικής τους υγείας. Μεταξύ των δράσεων που θα ήθελαν να δουν οι εργαζόμενοι, πάνω από τους μισούς αναφέρουν εκπαιδεύσεις των στελεχών στη φροντίδα της ψυχικής ευεξίας των εργαζόμενων (55%), την καλλιέργεια κουλτούρας σεβασμού του χρόνου μέσα από νέους τρόπους εργασίας (54%) και εκπαιδεύσεις όλων των εργαζόμενων σε θέματα διαχείρισης στρες και αυτο-φροντίδας (53%).
Θετικές οι απόψεις για την τηλεργασία

Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι η απομακρυσμένη εργασία έχει γίνει θετικά αποδεκτή από την πλειοψηφία των εργαζόμενων, καθώς 88% δηλώνουν ότι είναι σημαντικό να τους δίνει η δουλειά τους τη δυνατότητα να εργάζονται από απόσταση. 57% δηλώνουν πιο αποτελεσματικοί/ές ενώ εργάζονται από απόσταση, με 46% να αισθάνονται σιγουριά ότι μπορούν να εξελιχθούν στην καριέρα τους εργαζόμενοι από απόσταση, και μόλις το 10%, από 23% πριν δύο χρόνια, αισθάνονται αυξημένο στρες ενώ εργάζονται από απόσταση.
Βασική προτεραιότητα, πλέον, η ψυχική υγεία

Από το σύνολο των ευρημάτων της έρευνας, γίνεται σαφές ότι τα ζητήματα της ψυχικής υγείας βρίσκονται, πλέον, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των εργαζόμενων. Συνολικά, τρεις στους τέσσερις (75%) δηλώνουν ότι νοιάζονται, πλέον, περισσότερο για την ψυχική υγεία, τόσο τη δική τους, όσο και των άλλων, ενώ 64%, από 44% πριν δύο χρόνια, αναφέρουν ότι η ψυχική τους υγεία αποτελεί, πλέον, τη βασική τους προτεραιότητα. Συγχρόνως, 38% των ερωτώμενων πιστεύουν ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχουν γίνει ενέργειες που έχουν συμβάλει στη μείωση του στίγματος σε σχέση με την ψυχική υγεία, ενώ 26% διαφωνούν και 36% δεν έχουν άποψη.

Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, η κυρία Ευτυχία Κασελάκη, Εταίρος, Συμβουλευτικές Υπηρεσίες και Συμβουλευτικές Υπηρεσίες Ανθρώπινου Δυναμικού της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε: “Η έρευνά μας αναδεικνύει σημαντικά ζητήματα διατήρησης της ψυχικής υγείας, αλλά και του στρες των εργαζόμενων, και ότι η αρμονία εργασιακής και προσωπικής ζωής των εργαζόμενων παραμένει σημαντική πρόκληση, ιδιαίτερα όσον αφορά στις γυναίκες και τους νεότερους. Πρόκειται για προβλήματα με βαθύτερες αιτίες, που χρειάζονται δραστικές παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες από τις επιχειρήσεις. Οι Διοικήσεις των εταιρειών και οργανισμών και οι Διευθύνσεις Ανθρώπινου Δυναμικού, οφείλουν να θέσουν τα ζητήματα της ευεξίας στο επίκεντρο της στρατηγικής τους, και να επενδύσουν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος εργασίας που θα παρέχει ευελιξία, νέους τρόπους οργάνωσης της εργασίας, αλλά και να επενδύσουν τόσο στη συνεχή εκπαίδευση και ανάπτυξη δεξιοτήτων για αποτελεσματικότερη διατμηματική συνεργασία και ηγεσία με σαφή εστίαση στη δημιουργία αξίας – για τους εργαζόμενους, τους πελάτες και τους μετόχους/επενδυτές – όσο και σε θέματα διαχείρισης του στρες και αυτο-φροντίδας και στη φροντίδα της ψυχικής ευεξίας των εργαζόμενων. Συγχρόνως, πρέπει να εξασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να μιλούν ανοιχτά για τα θέματα αυτά, βοηθώντας να απαλειφθεί το στίγμα, και να απενοχοποιηθούν τα προβλήματα ψυχικής υγείας”.

Η κυρία Τατιάνα Τούντα, Chairwoman & CEO της Hellas EAP, τονίζει ότι: “Τα τελευταία χρόνια διανύουμε μία μακρά περίοδο συνεχών ανατροπών, προκλήσεων και πιέσεων που επηρέασαν και συνεχίζουν να επηρεάζουν την ψυχική υγεία και ευεξία (wellbeing) του ανθρώπινου δυναμικού. Τα αποτελέσματα της 2ης έρευνας για την ψυχική υγεία και ευεξία των εργαζόμενων στη χώρα μας, έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτό που οι ειδικοί ψυχικής υγείας διαπιστώνουν σε καθημερινή βάση – ότι η ψυχική μας υγεία, όχι μόνο δεν έχει βελτιωθεί, αλλά παρουσιάζει επιδείνωση, με το άγχος, τον θυμό και την κόπωση να έχουν ενταθεί. Καθώς όλοι γνωρίζουμε την ισχυρή σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα σε ένα ψυχικά υγιές εργασιακό περιβάλλον και στην αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα των οργανισμών, η ολιστική υποστήριξη της ευεξίας των εργαζόμενων αναδεικνύεται πλέον σε κορυφαία πρόκληση. Η εστίαση στη δημιουργία συστημάτων υποστήριξης αποτελεί μονόδρομο για τους οργανισμούς, οι οποίοι επιβάλλεται να δράσουν αποφασιστικά προς την κατεύθυνση της φροντίδας της ψυχικής υγείας των εργαζομένων τους. Σε αυτή την προσπάθεια η δέσμευση από “πάνω προς τα κάτω” είναι κρίσιμης σημασίας και οι ηγέτες των οργανισμών πρέπει να δείξουν τον δρόμο, προτεραιοποιώντας την ψυχική ευεξία, διασφαλίζοντας την ανοιχτή επικοινωνία και τον περιορισμό του στίγματος και δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε οι εργαζόμενοι να αισθάνονται άνετα, όχι μόνο να μιλούν για πιθανά θέματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζουν, αλλά και να αναζητούν και να λαμβάνουν βοήθεια όταν τη χρειάζονται”.

Ο Διευθυντής του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, Αναπλ. Καθηγητής κ. Πέτρος Ρούσσος, επισημαίνει πως: “Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας επιβεβαιώνουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι της χώρας μας σε σχέση με την ψυχική τους υγεία και ευεξία. Είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη να αξιοποιηθούν τα ευρήματα αυτής της έρευνας, και παρόμοιων μελετών διεθνώς, προς την κατεύθυνση της ανάδειξης της φροντίδας της ψυχικής υγείας των εργαζομένων, σε βασικό στρατηγικό στόχο των οργανισμών. Πιστεύω, ότι είναι ανάγκη να στραφούμε προς την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των οργανισμών ώστε να μπορούν να προσαρμόζονται γρήγορα, και ο μοναδικός τρόπος για να το πετύχουμε είναι μέσω της ενίσχυσης της ψυχοκοινωνικής υγείας των εργαζομένων, που αποτελούν την “καρδιά” των οργανισμών. Ο σχεδιασμός για ψυχική ανθεκτικότητα, προσαρμοστικότητα και ανάπτυξη, απαιτεί ευέλικτους οργανισμούς που λαμβάνουν υπόψη τους τις ανάγκες των εργαζομένων, ανταποκρίνονται με ταχύτητα στις αλλαγές και θέτουν ως βασικό τους στόχο τη διευρυμένη υποστήριξη της ευημερίας των εργαζομένων τους σε οικονομικό, σωματικό και ψυχικό επίπεδο”.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *