Ο τραπεζικός κολοσσός της Barclays αποθεώνει την ελληνική οικονομία και φυσικά την κυβέρνηση που αναγέννησε τους οικονομικούς δείκτες της Ελλάδας. Η βρετανική τράπεζα αναφέρει σε έκθεσή της ότι η ελληνική οικονομία «παραμένει σε mega – κύκλο ανάπτυξης», ενώ κάνει ειδική αναφορά και στις εκλογές.
Έτοιμη να ξεκινήσει τον τρίτο «mega-κύκλο» ανάπτυξης είναι η ελληνική οικονομία, με την όποια αβεβαιότητα λόγω εκλογών να είναι αρκετά περιορισμένη, όπως εκτιμά η Barclays σε έκθεσή της για την Ελλάδα, όπως αναφέρει το businessdaily.gr.
Η βρετανική τράπεζα εξετάζει τα σενάρια αναφορικά με τις εκλογές και το αποτέλεσμά τους και τις πιθανότητες που υπάρχουν για τον σχηματισμό μίας νέας κυβέρνησης, το πιθανότερο μετά τις δεύτερες εκλογές, εκτιμώντας ότι στον πυρήνα της θα βρεθεί το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Όπως είναι φυσικό τονίζει ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί τον βασικό στόχο για την Ελλάδα, καθώς μέσω αυτής θα «ανέβει» κατηγορία τόσο σε επίπεδο οικονομίας όσο και αγοράς.
Η πορεία του ΧΑ
Εξετάζοντας την πορεία των ελληνικών μετοχών η τράπεζα αναφέρει ότι η Ελλάδα είναι μέρος του δείκτη MSCI EM, η ρευστότητα είναι περιορισμένη και οι μετοχές είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένες σε εγχώρια εκτεθειμένους κλάδους όπως ο χρηματοπιστωτικός.
Ωστόσο, η ελληνική αγορά μετοχών βρίσκεται σε σταθερή ανοδική πορεία τους τελευταίους 12 μήνες, ξεπερνώντας τον MSCI Europe κατά σχεδόν 20%. Η βραχυπρόθεσμη πολιτική αβεβαιότητα μπορεί να προκαλέσει κάποια μεταβλητότητα, καθώς ο κύριος ελληνικός δείκτης δεν φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα για κάποιους κινδύνους. Ωστόσο, εάν η Ελλάδα είναι όντως έτοιμη να εισέλθει σε έναν νέο mega-κύκλο και αυτό θα βοηθήσει και την αγορά της.
Πρώτον, οι προοπτικές μιας ισχυρότερης οικονομίας και η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων υπό μια φιλική προς τις επιχειρήσεις κυβέρνηση θα ήταν σίγουρα καλός οιωνός για την ελληνική αγορά μετοχών, δεδομένης της προτίμησής της προς τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και τους εγχώριους κυκλικούς κλάδους. Σημειώνεται ότι η αναθεώρηση των εκτιμήσεων των κερδών ανά μετοχή για τις ελληνικές εταιρείες ήταν ισχυρότερες από ό,τι για τις ευρωπαϊκές κατά μέσο όρο τους τελευταίους μήνες, γεγονός που πιθανώς εξηγεί μέρος της ισχυρής απόδοσης.
Δεύτερον, η Ελλάδα είναι βασικός δικαιούχος των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων εντός της ζώνης του ευρώ. Αυτό πιθανότατα θα συνεχίσει να ενισχύει τόσο τις εγχώριες όσο και τις ξένες επενδύσεις, εάν η χώρα εμμείνει στη μεταρρυθμιστική της ατζέντα, κατά την άποψή μας. Γενικότερα, η πολιτική σταθερότητα, η προθυμία για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η μεγαλύτερη ευθυγράμμιση με τα προνόμια της ΕΕ θα ωφελήσουν ολόκληρη την περιφέρεια και θα συμβάλουν στη μείωση του χάσματος με τον πυρήνα. Παρά την απότομη σύσφιξη της πολιτικής της ΕΚΤ τους τελευταίους μήνες, τα περιφερικά spreads, και το ευρώ, έχουν παραμείνει σε καλή συμπεριφορά, γεγονός που υποδηλώνει ότι η περιοχή μπορεί τελικά να έχει ξεπεράσει την κρίση χρέους της τελευταίας δεκαετίας.
Οι εκτιμήσεις για οικονομία – επενδυτική βαθμίδα
Η ελληνική οικονομία υπεραπόδοσε έναντι του μέσου όρου της ευρωζώνης στο διάστημα 2021 – 2022, με την κυβέρνηση αλλά και το ΔΝΤ να εκτιμούν ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει ισχυρή και η Ελλάδα θα συνεχίσει να μειώνει το χάσμα που τη χωρίζει με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Παράγοντες που θα στηρίξουν την ανάπτυξη είναι οι επενδύσεις, που θα στηριχθούν και από τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης. Η εύρωστη πραγματική ανάπτυξη αποτελεί πυλώνα για τη διαρκή μείωση του λόγου δημόσιου χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδας, ο οποίος μειώθηκε στο 172% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022 από 206% που ήταν το ανώτατο επίπεδο, και ο οποίος προβλέπεται να μειωθεί στο 140% περίπου του ΑΕΠ στο τέλος του 2028. Ο βραχυπρόθεσμος πληθωρισμός, το κόστος του δημόσιου χρέους που παραμένει χαμηλό (1,8-2%) και το πρωτογενές πλεόνασμα που κορυφώνεται στο 2% του ΑΕΠ είναι άλλοι παράγοντες που οδηγούν στη μείωση του δημόσιου χρέους.
Οι παραδοχές που στηρίζουν την πορεία μείωσης του δημόσιου χρέους φαίνονται εφικτές: δεδομένου του χαμηλού μέσου κόστους του δημόσιου χρέους, θα χρειαζόταν ένα σοβαρό αρνητικό σοκ της ονομαστικής ανάπτυξης και/ή μια μεγάλη επιδείνωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου για να αυξηθεί το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ. Πέραν του ευνοϊκού χαμηλού για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσου κόστους του δημόσιου χρέους που έχει κλειδώσει με τους δανειστές του επίσημου τομέα, το μακροπρόθεσμο προφίλ ωρίμανσης μειώνει σημαντικά τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες χρηματοδότησης.
Μια πιθανή ευπάθεια της ελληνικής οικονομίας είναι η επιστροφή ενός σημαντικού ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο ανήλθε κατά μέσο όρο στο 9% του ΑΕΠ το 2022 από 1,5% του ΑΕΠ το 2019. Αυτό είναι αποτέλεσμα ενός μεγάλου ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο αγαθών, το οποίο αντισταθμίζεται μόνο εν μέρει από το πλεόνασμα στο ισοζύγιο υπηρεσιών.
Η επενδυτική βαθμίδα
Οι επικείμενες εκλογές είναι το κύριο γεγονός που στέκεται εμπόδιο στην πολυαναμενόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα (IG). Στις 21 Απριλίου, η S&P άλλαξε τις προοπτικές της κρατικής αξιολόγησης ΒΒ+ της Ελλάδας σε θετικές, επικαλούμενη το “ισχυρό ιστορικό εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων”, καθώς και την ταχύτερη από την αναμενόμενη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Μια αναβάθμιση από την S&P μετά την αλλαγή των προοπτικών θα είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να επιτύχει αξιολόγηση IG από τον οίκο. Όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα για την αναβάθμιση, η S&P επισημαίνει στην έκθεσή της ότι «θα μπορούσαμε να αυξήσουμε τις αξιολογήσεις μας για την Ελλάδα εντός των επόμενων 12 μηνών, εάν διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία κατά την περίοδο των προβλέψεών μας έως το 2026».
Ένας πιθανός κίνδυνος για την πορεία της Ελλάδας προς την αξιολόγηση IG θα ήταν ένα εκλογικό αποτέλεσμα που θα σηματοδοτούσε σημαντική ασυνέχεια πολιτικής. Συνολικά, υπό την προϋπόθεση της ευρείας συνέχειας της πολιτικής μετά τις εκλογές, μια αναβάθμιση της S&P φαίνεται να είναι πιθανή είτε κατά την επόμενη προγραμματισμένη αναθεώρησή της τον Οκτώβριο, είτε διαφορετικά κατά την πρώτη αναθεώρηση του έτους το 2024. Εκτός από την S&P, η επίτευξη μιας αξιολόγησης IG από την Fitch/DBRS δεν είναι ενδεχομένως επίσης πολύ μακριά: και οι δύο οίκοι αξιολογούν την Ελλάδα μόλις μία βαθμίδα κάτω από την IG, αν και με σταθερές προοπτικές.
Η πιθανή νέα κυβέρνηση
Οι ελληνικές βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου προσελκύουν και πάλι την προσοχή της αγοράς. Οι ισχύοντες (σχεδόν) αναλογικοί εκλογικοί νόμοι δημιουργούν πληθώρα πιθανοτήτων, περιπλέκοντας κάπως τη βραχυπρόθεσμη πορεία. Το περιθώριο για ριζική ασυνέχεια πολιτικής είναι πολύ μικρότερο από ό,τι το 2015 σε όλα τα σενάρια, χάρη στην ευρύτερη μετακίνηση της ελληνικής πολιτικής προς τον κεντρώο χώρο.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις το ποσοστό αυτό είναι περίπου 45%, πολύ υψηλό για να έχει κάποιο κόμμα ρεαλιστικές πιθανότητες να σχηματίσει πλειοψηφία από μόνο του. Με βάση τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, υπάρχουν τρεις κύριες πιθανότητες:
-μια κυβέρνηση συνασπισμού υπό την ηγεσία της ΝΔ (το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ είναι ο μόνος πιθανός εταίρος),
-μια κυβέρνηση συνασπισμού υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με ορισμένα από τα μικρότερα κόμματα και
-νέες εκλογές (αυτή τη φορά με τον νεότερο εκλογικό νόμο της Νέας Δημοκρατίας που αντικαθιστά την απλή αναλογική – περισσότερα σχετικά με αυτό παρακάτω).
Η βασική υπόθεση είναι ότι θα χρειαστούν νέες εκλογές, δεδομένης της χαμηλής πιθανότητας οποιασδήποτε από τις επιλογές συνασπισμού που παρουσιάζονται παρακάτω. Ένας συνασπισμός μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έχει σχεδόν αποκλειστεί και από τα δύο κόμματα όσον αφορά τις εκλογές της 21ης Μαΐου. Θα μπορούσε ακόμη να προκύψει, ιδίως εάν ο συνδυασμός καταλήξει σε μια άνετη πλειοψηφία μεταξύ των δύο, αλλά οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν ότι αυτό το αποτέλεσμα είναι πολύ πιθανό.
Οι εκλογές
Σε κάθε περίπτωση, αυτό το αποτέλεσμα συνεπάγεται σχεδόν πλήρη πολιτική συνέχεια με την απερχόμενη κυβέρνηση για όλες τις σκοπιμότητες. Ένας συνασπισμός υπό την ηγεσία του δεύτερου ΣΥΡΙΖΑ θα απαιτούσε τη συνεργασία του ΠΑΣΟΚ συν ένα (ή περισσότερα) από το ΜέΡΑ 25 ή το Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΕ). Η περισσότερο ή λιγότερο αναγκαία παρουσία του κεντρώου ΠΑΣΟΚ αλλά και ενός πολύ λιγότερο ριζοσπαστικού ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με το 2015 περιορίζουν αναμφισβήτητα τον βαθμό πολιτικής ασυνέχειας με την τελευταία τετραετία, ακόμη και αν οι πολιτικές προτεραιότητες είναι πιθανό να μετατοπιστούν κάπως.
Και τα τρία μικρότερα κόμματα έχουν αποκλείσει τη συμμετοχή σε έναν τέτοιο συνασπισμό με διαφορετικό βαθμό διεκδικητικότητας, με το ΚΚΕ να είναι ιστορικά το λιγότερο δεκτικό σε συνασπισμούς με ιδεολογικά μη ευθυγραμμισμένα κόμματα. Το ριζοσπαστικό αριστερό ΜέΡΑ 25, του οποίου ηγείται ο πρώην υπουργός Οικονομικών Βαρουφάκης, έχει επίσης αποκλείσει τη συμμετοχή, αλλά και το ίδιο μπορεί να είναι ένας αρκετά ασύμβατος εταίρος για ένα πολύ πιο κεντρώο ΠΑΣΟΚ. Συνολικά, ένα τέτοιο σενάριο δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό επί του παρόντος.
Μια παραλλαγή του παραπάνω σεναρίου που έχει συζητηθεί στον Τύπο είναι μια βραχύβια/περιορισμένης εμβέλειας κυβέρνηση συνασπισμού υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με στόχο την επαναφορά της απλής αναλογικής (αυτή αντικαταστάθηκε από τη ΝΔ το 2020). Θεωρητικά, αυτό το σενάριο είναι προς το συμφέρον όλων των μικρότερων κομμάτων, καθώς μεγιστοποιεί την κοινοβουλευτική τους παρουσία. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμη και το μικρότερο δεξιό κόμμα Ελληνική Λύση, το οποίο θα ήταν πιθανώς ασύμβατο με έναν πιο οργανικό συνασπισμό, αλλά θα μπορούσε να διευκολύνει αυτή τη βραχύβια παραλλαγή (ειδικά εάν το ΠΑΣΟΚ, το οποίο καταψήφισε την απλή αναλογική το 2016, μαζί με τη ΝΔ υπολείπονται του ορίου της πλειοψηφίας των 150 βουλευτών).
Αλλά για την άμεση επιστροφή στην απλή αναλογική, απαιτείται υπερ-πλειοψηφία 200 από τους 300 βουλευτές, η οποία δεν φαίνεται εφικτή, εκτός εάν η ΝΔ υπολείπεται σημαντικά των σημερινών δημοσκοπήσεων και το ΠΑΣΟΚ στραφεί υπέρ της, μόλις λίγα χρόνια μετά την καταψήφισή της. Επιπλέον, δεν είναι σαφές αν η αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού για άλλη μια φορά θα προσφέρει πολιτικά οφέλη βραχυπρόθεσμα, ιδίως καθώς αυξάνει τον κίνδυνο παρατεταμένης αστάθειας. Έτσι, αυτό το σενάριο είναι επίσης αρκετά απίθανο. Εάν όλα τα παραπάνω αποτύχουν, θα ακολουθήσουν αμέσως μετά πρόωρες εκλογές, με την 2α Ιουλίου να έχει ήδη αναφερθεί ως πιθανή ημερομηνία .
Ισχυρή βασική περίπτωση μια κυβέρνηση ΝΔ μετά τις δεύτερες εκλογές
Οι εκλογές αυτές θα διεξαχθούν με το σύστημα ενισχυμένης αναλογικής που ψήφισε η απερχόμενη κυβέρνηση το 2020, σύμφωνα με το οποίο το πρώτο κόμμα λαμβάνει μπόνους. Υπάρχει μια γενική παραδοχή ότι η απλή αναλογική συνεπάγεται κατακερματισμό (καθώς η έλλειψη πλειοψηφίας είναι λίγο πολύ δεδομένη), ενώ ένα λιγότερο αναλογικό σύστημα τείνει να ευνοεί τους πρώτους επιλαχόντες. Σε αυτή τη βάση, μια πρόωρη δημοσκόπηση θα παγίωνε πιθανότατα το πλεονέκτημα του πρώτου κόμματος- στην προκειμένη περίπτωση της ΝΔ, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Το αν αυτό είναι αρκετό για μια πλειοψηφία είναι ένα διαφορετικό ζήτημα. Αλλά όπως και να έχει, μια κυβέρνηση χωρίς τη ΝΔ γίνεται πολύ πιο δύσκολο να σχηματιστεί. Κατά συνέπεια, μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία της ΝΔ είναι μια πολύ ισχυρή βασική περίπτωση μετά τις δεύτερες εκλογές.
ΠΗΓΗ: businessdaily.gr