«Οι διαπραγματεύσεις για τόσο ευαίσθητα πράγματα απαιτούν χρόνο, επιμονή και υπομονή, και εμείς διαθέτουμε. Η Ελλάδα συνεχίζει να μιλάει με το Βρετανικό Μουσείο, όπως και με όλη την επιστημονική κοινότητα. Όλα αυτά είναι πράγματα που συζητούνται. Όμως, τα γλυπτά είναι προϊόντα κλοπής. Βρίσκονται, σήμερα, στο Βρετανικό Μουσείο ως προϊόντα κλοπής. Από κει και πέρα, η Ελλάδα κρατά την εθνική της στάση και συνεχίζει με επιμονή και υπομονή να διεκδικεί. Κι είναι γνωστή η ελληνική θέση ότι, εφόσον τα Γλυπτά του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, το κενό στο Βρετανικό Μουσείο η Ελλάδα μπορεί να το καλύψει διοργανώνοντας περιοδικές εκθέσεις με σημαντικές αρχαιότητες». Τα παραπάνω ανέφερε σήμερα η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο του Σκάι 100,3, εκθέτοντας τις θέσεις της ελληνικής πλευράς μετά την ακύρωση από τον Βρετανό πρωθυπουργό, Ρίσι Σούνακ, της συνάντησής του με τον Έλληνα ομόλογό του, Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η Λίνα Μενδώνη είπε ότι η δημοσιότητα βοηθάει σίγουρα την υπόθεση της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα και πως η “απρεπής συμπεριφορά” Σούνακ συνέβαλε σε αυτή τη δημοσιότητα. “Η Ελλάδα εντείνει τη διεκδίκησή της, εστιάζοντας στη βαρβαρότητα που έχουν υποστεί τα γλυπτά, όχι μόνο από τον Έλγιν αλλά και κατά τη διάρκεια της έκθεσή τους: Όταν τη δεκαετία του 1930 καταστράφηκε η πατίνα στη διάρκεια καθαρισμού με βούρτσες. Όταν τη δεκαετία του 1960 υπέστησαν φθορές, καθώς καλύφθηκαν με αραιωμένο κερί γλυκόλης πολυαιθυλενίου. Όταν τις δεκαετία του 1970 μαθητές έπεσαν πάνω στα γλυπτά και αποσπάστηκε τμήμα της θραυσμένης οπλής αλόγου. Το πολιτικό μομέντουμ είναι αυτό που μπορεί να δώσει διέξοδο. ‘Αλλωστε σε λίγους μήνες η Βρετανία έχει εκλογές», επισήμανε.
Η υπουργός Πολιτισμού αναφέρθηκε επίσης στις παρεμβάσεις που έγιναν και στις μελέτες που ετοιμάζονται για να βελτιωθεί η προσβασιμότητα στην Ακρόπολη.
“Στόχος του Υπουργείου Πολιτισμού είναι να αποκαταστήσει την άνοδο στην Ακρόπολη, δηλαδή, από εκεί που είναι σήμερα η κύρια είσοδος από την πύλη Μπελέ (Beule) μέχρι τα Προπύλαια, στη μορφή την οποία είχε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Αυτό, πέρα από το ότι θα αποκαταστήσει την πραγματική άνοδο στην Ακρόπολη -γιατί αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι διαδοχικές παρεμβάσεις, από τον 19ο αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1970-, θα δώσει και τη δυνατότητα να μην υπάρχει η κοσμοσυρροή που παρατηρείται στα Προπύλαια”, ενημέρωσε η Λ. Μενδώνη, τονίζοντας ότι η μελέτη, η οποία είχε προκαλέσει “διάφορες συζητήσεις από την αντιπολίτευση, έχει προχωρήσει πολύ, είναι σχεδόν έτοιμη για να εισαχθεί στα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Πολιτισμού”. “Ο στόχος μας”, πρόσθεσε, “είναι μέχρι το φθινόπωρο του 2024 να έχουμε ολοκληρώσει τις μελέτες σε όλες τις λεπτομέρειές τους, τις αδειοδοτήσεις και λοιπά, προκειμένου να ξεκινήσει το έργο. Δεν είναι εύκολο, αλλά μην φανταστείτε ότι είναι και έργο το οποίο μπορεί να κρατήσει πάρα πολλά χρόνια. Το μελετητικό κομμάτι είναι το πιο δύσκολο και γι’ αυτό γίνεται ήδη πολλούς μήνες”.
Η υπουργός αναφέρθηκε ακόμα στις σχεδιαζόμενες αναγκαίες παρεμβάσεις συντήρησης και αναστήλωσης του Ηρωδείου. Οι μελέτες προγραμματίζονται να τελειώσουν έως το τέλος του 2025 και θα χρειαστεί, για τον σκοπό αυτό, για ένα διάστημα, να διακοπούν οι παραστάσεις. “Το μνημείο έχει καταπονηθεί και πρέπει να το δούμε πριν να υπάρξουν επικινδυνότητες”, υπογράμμισε η Λ.Μενδώνη αναφερόμενη στο “καινούργιο πακέτο μελετών που έχουμε ξεκινήσει στο Υπουργείο, το 2023, και θα συνεχιστεί με στόχο, μέχρι το τέλος του 2025, οι μελέτες αυτές να είναι έτοιμες. Μετά θα πρέπει για κάποιο διάστημα να κλείσει το μνημείο για να μπορέσει να γίνει η αποκατάστασή του”, είπε. Τέλος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία, αναφέρθηκε και στις παρεμβάσεις που έγιναν και στις μελέτες που ετοιμάζονται για να βελτιωθεί η προσβασιμότητα σε όλες τις δομές, τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία στην Ελλάδα, ώστε τα άτομα με αναπηρία να μην αντιμετωπίζουν περιορισμένη πρόσβαση. Όπως είπε η υπουργός, κάποια έργα βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη “προκειμένου να φτάσουμε σε αυτό που είναι κεντρικός πολιτικός στόχος όχι μόνο του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά συνολικά της κυβέρνησης”, δηλαδή η καθολική προσβασιμότητα.