Ο υφυπουργός Τουρισμού της Κύπρου, Κώστας Κουμής, τόνισε σε γραπτή του δήλωση ότι ο τουριστικός προγραμματισμός του 2024 σε καμία περίπτωση δεν υπολείπεται κατά 500.000 θέσεις σε σύγκριση με τον προγραμματισμό του προηγούμενου έτους, επισημαίνοντας ότι έχουν γίνει οι απαραίτητες κινήσεις για όσο το δυνατόν μικρότερες απώλειες.
Σύμφωνα με τον Υφυπουργό Τουρισμού, «έχουμε μπροστά μας ένα δύσκολο έτος με πολλές προκλήσεις, καθώς η απώλεια ή μερική απώλεια της δεύτερης μεγαλύτερης αγοράς για την Κύπρο, αυτής του Ισραήλ, είναι δυστυχώς μία πραγματικότητα για τον τουρισμό της χώρας».
Ο κ. Κουμής προσθέτει ότι ακόμη μία πρόκληση αποτελεί αυτή τη χρονική περίοδο η παγκόσμια κρίση στον τομέα των αερομεταφορών, η οποία ταλανίζει πολλές αεροπορικές εταιρείες ανά το παγκόσμιο, και η οποία προβληματίζει και το Υφυπουργείο Τουρισμού, αφού σύμφωνα με δημοσιεύματα αριθμός αεροπορικών εταιρειών έχει ήδη αναγκαστεί να καθηλώσει σημαντικό αριθμό αεροσκαφών λόγω προβληματικών κινητήρων.
«Πρόκειται για ένα πρόβλημα που αναμένεται να επηρεάσει δυστυχώς και την Κύπρο, όπως και πολλές άλλες χώρες», συμπλήρωσε ο κ. Κουμής, προσθέτοντας ωστόσο ότι έχουν γίνει οι απαραίτητες κινήσεις για όσο το δυνατόν μικρότερες απώλειες, οι οποίες «σε καμία περίπτωση δεν θα είναι της τάξης του μισού εκατομμυρίου θέσεων».
Ο Υφυπουργός υπενθυμίζει επίσης ότι οι όποιες απώλειες αντισταθμίζονται εν μέρει είτε από τα καινούρια δρομολόγια που έχουν ήδη προστεθεί, είτε από την αύξηση των θέσεων από συγκεκριμένες χώρες, ενώ σημειώνει ακόμη ότι γίνονται συνεχώς επαφές με αεροπορικές εταιρείες για αύξηση των προγραμμάτων τους προς την Κύπρο, τόσο σε συνεννόηση με το Υπουργείο Μεταφορών, όσο και σε συνεργασία με την Hermes Airports.
Συμπληρώνει ότι στις προκλήσεις συμπεριλαμβάνονται πλέον και η ύφεση στην οποία εισέρχεται, σύμφωνα και με χθεσινή ανακοίνωση της Bundesbank, η γερμανική οικονομία, καθώς και η παρόμοια οικονομική κατάσταση που επικρατεί στη Μεγάλη Βρετανία.
Ο κ. Κουμής αναφέρει επίσης την κρίση στον τομέα των ναυτιλιακών μεταφορών που επηρεάζει επίσης αρνητικά τον τομέα του τουρισμού, καθώς ανεβάζει το κόστος των πρώτων υλών σε μία περίοδο που η τουριστική βιομηχανία λόγω της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στην Ευρώπη δεν θα μπορεί να το αντισταθμίσει με άνοδο των τιμών.