Το σιδηροδρομικό δυστύχημα και η επίθεση κατά του γραμματέα του ΜέΡΑ25 ήταν μερικά από τα θέματα που τέθηκαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του υπουργού Επικρατείας ‘Ακη Σκέρτσου στον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1.
«Η πολιτική βία δεν δίνει ποτέ λύσεις»
Αναλυτικά και ξεκινώντας από το περιστατικό της επίθεσης, με θύμα τον Γ. Βαρουφάκη, ο υπουργός Επικρατείας σημείωσε με έμφαση, πως «είναι απόλυτα καταδικαστέο περιστατικό, καμία περιοχή δεν μπορεί να αποτελεί ένα άντρο ανομίας και βίας. Αυτή τη στιγμή ξαναζούμε, σε μια μικρογραφία ίσως, μια έκρηξη τυφλής πολιτικής βίας, η οποία στράφηκε χθες σε έναν από τους πιο εμβληματικούς εκφραστές της αντισυστημικής ψήφου. Αυτό δείχνει πόσο αναποτελεσματικό είναι αυτό το εργαλείο έκφρασης της οργής, του πόνου, του θυμού, του σοκ που όλοι βιώνουμε αυτή τη στιγμή. Η πολιτική βία δεν έχει κανένα χώρο σε μια δημοκρατία και δεν δίνει ποτέ λύσεις».
Συνέχισε, όμως, επισημαίνοντας πως «το έχουμε ζήσει με τον πιο επώδυνο τρόπο τα τελευταία δέκα χρόνια. Εγκλωβιστήκαμε σε ένα κύμα άρνησης, βίας, θυμού, που πήγε τη χώρα πάρα πολύ πίσω. Γιατί αρνηθήκαμε για πάρα πολύ καιρό να αναλάβουμε όλοι, στο κομμάτι που μας αναλογεί, ένα μέρος της μικρής ευθύνης για τα δεινά της χώρας τα προηγούμενα 12 – 13 χρόνια».
Και, εν κατακλείδι, «θεωρώ ότι έχουμε πάρει τα μαθήματά μας. Δείξαμε, δυστυχώς, εμπιστοσύνη σε αντισυστημικές φωνές τα προηγούμενα χρόνια. Φάνηκε ότι αυτές οι φωνές δεν φέρνουν λύση στα προβλήματα, μπορεί να εκφράζουν μια δικαιολογημένη οργή αλλά, δυστυχώς, δεν έχουν τις κατάλληλες απαντήσεις. Τις απαντήσεις ποιος τις έχει; Αυτός που αναγνωρίζει τα προβλήματα, αυτός που αναλαμβάνει την ευθύνη, αυτός ο οποίος δεσμεύεται ότι θα φέρει ένα συγκροτημένο σχέδιο για να αλλάξει τα πράγματα. Η ευθύνη είναι πολύ σημαντικός παράγοντας για να αλλάξουμε τα πράγματα και αυτά δεν τα αλλάζουν εκείνοι που πετροβολούν απέξω ή επιλέγουν να φύγουν από τη χώρα. Την ευθύνη την παίρνει αυτός που επιλέγει να μείνει στη χώρα, αυτός που γνωρίζει τα προβλήματα, που τα κατονομάζει με εντιμότητα, με ειλικρίνεια, στέκεται απέναντί τους και λέει πως θα τα αλλάξει».
Για το δυστύχημα
Για τη σιδηροδρομική τραγωδία, ο υπουργός Επικρατείας ανέλυσε εν πρώτοις την κυβερνητική προσέγγιση στο γεγονός: «Ευθύνες προφανώς υπάρχουν, δεν είναι η ώρα να δείξουμε με το δάκτυλο προς το παρελθόν, αν έχει ευθύνη η αντιπολίτευση ή το ένα ή το άλλο κόμμα. Η ευθύνη ανήκει στην κυβέρνηση να αλλάξει τα πράγματα, αυτό λέμε εμείς. Όμως, σε ένα τόσο συντριπτικό γεγονός, η αλήθεια ποτέ δεν είναι καθαρή ούτε απλή. Υπάρχουν ευθύνες από την κορυφή ως τη βάση. Και, για πρώτη φορά, σε ένα τέτοιο δυστύχημα, έχουν απαγγελθεί κατηγορίες σε τέσσερις ανθρώπους, οι οποίοι έχουν αποδεδειγμένα συμμετοχή, ένα μερίδιο ευθύνης σε αυτή την τραγική εξέλιξη».
Εξ άλλου, «εμείς κάναμε μια σημαντική προσπάθεια σε ένα προβληματικό, κατά κοινή ομολογία, οργανισμό, που είχε απαξιωθεί για χρόνια. Λόγω των περικοπών, λόγω της κακής κατάστασης που υπήρχε και πριν τα Μνημόνια. Προσπαθήσαμε να κάνουμε μια ανάταξη, να εξασφαλίσουμε ότι θα ξεκολλήσουν έργα, ότι θα επιταχυνθούν οι διαδικασίες που θα κάνουν έναν πιο σύγχρονο σιδηρόδρομο».
Αλλαγή νοοτροπίας στο Δημόσιο – εμπέδωση ευθύνης
Αναφερθείς ειδικώς στο θέμα του ανθρώπινου δυναμικού, ο υπουργός Επικρατείας τόνισε ότι «αυτό με το ποίο πρέπει να ασχοληθούμε όλοι σοβαρά, είναι η αλλαγή νοοτροπίας στο Δημόσιο και η εμπέδωση της ευθύνης σε κάθε ένα υπάλληλο, χωριστά, και στις διοικήσεις, φυσικά, που διοικούν το ανθρώπινο δυναμικό, ώστε να αλλάξει η συμπεριφορά απέναντι στο έργο που επιτελούν. Ο καθένας μας έχει ευθύνη. Αν δεν καταλάβουμε ότι οι αποφάσεις που λαμβάνουμε, από την κορυφή έως τη βάση της διοικητικής πυραμίδας, επηρεάζουν ανθρώπινες ζωές, τότε δεν θα αλλάξουμε τίποτε».
Όσον αφορά την τηλεδιοίκηση-τηλεσήμανση και την περίφημη σύμβαση, «υπήρχε μια μακροχρόνια εμπλοκή σε αυτό το έργο. Σταμάτησε να υλοποιείται το 2017, ξεκόλλησε το 2021. Το παραλάβαμε στο 18%, είχαν παραδοθεί από τους 52 σταθμούς οι 17. Και από αυτούς τους 17, οι μισοί με απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης έπρεπε να ξαναφτιαχτούν γιατί είχαν λάθος προδιαγραφές λόγω των λαθών στις προκηρύξεις. Αυτά είναι τα διαχρονικά προβλήματα που πρέπει να λύσουμε. Αυτή τη στιγμή έχει παραδοθεί το 70% και είμαστε λίγους μήνες πριν την τελική παράδοσή του. Η Ελλάδα θα είναι μία από τις οκτώ ευρωπαϊκές χώρες σε λίγους μήνες που θα διαθέτουν αυτό το σύστημα τηλεδιοίκησης. Καταλαβαίνω ότι όλα αυτά ακούγονται περιττά στα αυτιά των ανθρώπων. Οι άνθρωποι χάθηκαν και δεν γυρίζουν πίσω», αναγνώρισε πάντως.
Ενώ, σε άλλο σημείο της συνέντευξης επεσήμανε ότι «ο σιδηρόδρομος δεν μπορεί να σταματήσει αλλά δεν μπορεί να λειτουργεί με τις συνθήκες που λειτουργούσε μέχρι το δυστύχημα. Η κυβέρνηση και ο κ. Γεραπετρίτης έχουμε αναλάβει τη δέσμευση ότι μέχρι το τέλος Μαρτίου έως αρχές Απριλίου θα υπάρξει ενίσχυση στο προσωπικό, τους σταθμάρχες, πρόσθετες δηλαδή δικλίδες ασφαλείας για την επαναλειτουργία του σιδηρόδρομου. Η αποκατάσταση του σιδηροδρομικού μεταφορικού έργου και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης σε αυτό είναι πολύ κρίσιμοι παράγοντες. Το δίκτυο πρέπει να λειτουργήσει ξανά με ασφάλεια».
Και, σε μία αμιγώς πολιτική τοποθέτηση, «η Ελλάδα αυτή δεν μας εκφράζει, εμείς είμαστε απέναντι σε αυτή την Ελλάδα. Η δική μας ευθύνη είναι αυτήν την Ελλάδα να την αλλάξουμε. Υπάρχουν πολλές άλλες εκδοχές που μας κάνουν περήφανους και αισιόδοξους. Δεν πρέπει αυτή η εικόνα να μας βάλει σε τροχιά μηδενισμού, ότι “τίποτε δεν αλλάζει στη χώρα μας”. Αλλάζουν τα πράγματα στη χώρα μας, αρκεί να εμπεδώσουμε μια κρίση ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης και διάθεσης αλλαγής όλων αυτών των κακώς κειμένων», παρατήρησε σε άλλο σημείο της συνέντευξης.
Και, εστιάζοντας στη νέα γενιά, «η Ελλάδα είναι μια αφιλόξενη χώρα για τους νέους της, δεν δίνει τις ευκαιρίες που πρέπει να δώσει στους νέους, είναι πολλές φορές εχθρική ως κράτος ως δημόσιες υπηρεσίες απέναντι στους πολίτες. Αυτό βλέπουμε ότι σταδιακά αλλάζει».
Επιπλέον, αναγνώρισε, «παραδέχομαι ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μία ρήξη στο συμβόλαιο εμπιστοσύνης που πρέπει να συνδέει νομοτελειακά μια πολιτική ηγεσία με τους πολίτες. Οι πολίτες μας εμπιστεύονται, όντως, για να εγγυόμαστε την ασφάλειά τους, την ελευθερία τους, την ευημερία τους και πρέπει να κάνουμε πολλή δουλειά για να επανορθώσουμε τη μεγάλη αυτή πληγή».
Στο ζήτημα του παραιτηθέντος υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, δήλωσε πως, «αν και αυτονόητο, αυτό που έπραξε ο κ. Καραμανλής με την αυθημερόν παραίτησή του, δεν είναι το συνηθισμένο στην πολιτική σκηνή. Είναι το ελάχιστο που έπρεπε να γίνει, να αναληφθεί η αντικειμενική πολιτική ευθύνη για ένα τόσο τραγικό δυστύχημα. Ας αφομοιώσουμε πρώτα αυτό, ως πράξη ευθύνης του πολιτικού συστήματος. Είναι ένα διακριτό πράγμα οι πολιτικές ευθύνες από τις ποινικές ευθύνες. Αν ο κ. Καραμανλής θέλει να κριθεί από τους πολίτες, θα πρέπει να του δώσουμε το δικαίωμα αυτό».
Υπενθύμισε δε, πως «ο πρωθυπουργός είναι ο πρώτος που βγήκε και είπε, “αναλαμβάνω την ευθύνη στο ακέραιο που μου αναλογεί, αλλά αναλαμβάνω και μία αποστολή: να αλλάξω τα πράγματα και να σας φέρω τους καλύτερους από την Ευρώπη, τη Γερμανία, την Κομισιόν για να φτιάξουμε, επιτέλους, ένα σύγχρονο σιδηρόδρομο. Αναλαμβάνω να αλλάξω τις διοικήσεις, να ασχοληθώ, επιτέλους, με την καλύτερη διοίκηση και διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού”. Πρέπει να επενδύσουμε επιτέλους στην εκπαίδευση αυτών των ανθρώπων. Αυτό που βλέπουμε είναι μια σωρεία λαθών και κακών επιλογών στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Εκεί αποτύχαμε, έχουμε αποτύχει».
Για το αίτημα, ειδικότερα, να μην θέσει υποψηφιότητα για το Κοινοβούλιο ο τέως υπουργός Μεταφορών, ο ‘Α. Σκέρτσος απάντησε: «Είναι μια συζήτηση που έχει κεντρικά απαντηθεί από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο και σε αυτή τη φάση δεν έχουμε να προσθέσουμε κάτι άλλο. Πρέπει να αφήσουμε λίγο το χρόνο να περάσει και να καταλαγιάσουν τα συναισθήματα.
Είναι πολύ κακός σύμβουλος η οργή και ο θυμός στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, γιατί μπορεί να επηρεάσει την πορεία της χώρας προς μια εντελώς λάθος κατεύθυνση, όπως την ζήσαμε τα προηγούμενα δέκα χρόνια. Ζήσαμε το 2008 μια τυφλή οργή, ζήσαμε το 2010 και 2012 μια τυφλή οργή, ζήσαμε το 2015 μια τυφλή οργή. Μας πήγαν παρακάτω; Μας διόρθωσαν ως χώρα; Νομίζω πως όχι. Αντιθέτως μας καθυστέρησαν και μας έβαλαν σε ένα φαύλο κύκλο υστέρησης. Πρέπει να βάλουμε τη θετική μας ενέργεια να μετουσιώσουμε τα αρνητικά συναισθήματα σε θετική δράση.
Αυτό λέει ο πρωθυπουργός και πρέπει να κρατήσουμε τη φράση του, “είμαι ένας πολιτικός που κάποτε πετυχαίνω και κάποτε αποτυγχάνω. Και σας το λέω ευθέως ότι αναλαμβάνω την ευθύνη των λαθών μου και θέλω μαζί να τα διορθώσουμε”».
Στο σημείο αυτό ο υπουργός Επικρατείας επικαλέστηκε την περίπτωση του πρόωρα χαμένου Ερμή Θεοχαρόπουλου, που έφυγε από τη ζωή στα Τζουμέρκα ένα χρόνο πριν. Οι γονείς του, Γιάννης και Μαρία Θεοχαροπούλου, «ήλθαν στον πρωθυπουργό, μιλάμε καθημερινά και πριν από λίγους μήνες ψηφίσαμε ένα νόμο για τη δημιουργία (ανά την επικράτεια) έξι βάσεων εναέριας διάσωσης». Και προσέθεσε: «Κανείς δεν είναι περήφανος για αυτό το κράτος που διαχρονικά έχει κακά στοιχεία. Θα κριθούμε από τη διάθεσή μας να το αλλάξουμε. Δεν αλλάζει με άρνηση της αξιολόγησης, όπως βλέπω να υπάρχουν τέτοια αιτήματα στους δρόμους να αποσυρθεί ο νόμος για την αξιολόγηση».
Εν τέλει, «πληρώνουμε το γεγονός ότι δεν έχουμε τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση με την κατάλληλη εκπαίδευση για να χειρίζεται κρίσιμες υπηρεσίες». Διευκρίνισε, ωστόσο, πως ο σταθμάρχης Λάρισας «δεν ήταν ρουσφέτι, έχουν τηρηθεί όλες οι νόμιμες διαδικασίες, ούτε θέμα ηλικίας υπάρχει, ούτε θέμα μετάταξης, όλα έγιναν νομότυπα. Πρέπει να φύγουμε από το γράμμα του νόμου και να πάμε στην πραγματική αξιολόγηση των ικανοτήτων».
Ο πρωθυπουργός ζήτησε ανάλυση τρωτότητας στις κρίσιμες υποδομές
Παραλλήλως, ο υπουργός Επικρατείας έκανε γνωστό ότι «ο πρωθυπουργός έχει ζητήσει να υπάρξει μια ανάλυση τρωτότητας σε όλες τις κρίσιμες υποδομές, και στην ακτοπλοΐα και τα λιμάνια και τα περιφερειακά αεροδρόμια». Διαπίστωσε δε, «μια δαιμονοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων και μια εξιδανίκευση του ρόλου του κράτους, τη στιγμή που βλέπουμε ότι το κράτος είναι αυτό το οποίο φέρει σημαντική ευθύνη για την τραγωδία στα Τέμπη.
Δεν υπάρχει άσπρο – μαύρο. Ούτε είναι καλός ο ιδιωτικός τομέας ούτε είναι κακό το κράτος μόνο. Χρειαζόμαστε καλύτερη εποπτεία, χρειαζόμαστε καλύτερη εκπαίδευση των ανθρώπων». Τέλος, «θα έχουμε αξιολόγηση του, πού υπάρχουν κενά και δεν θα υπάρξει καμία απολύτως ελαστικότητα σε όλες τις δομές εκείνες που θα βρεθούν κενά».
Στο θέμα δε, της Σοφίας Νικολάου, συμπέρανε πως «η πολιτική πρέπει να αποκτήσει ξανά στα μάτια των πολιτών την ηθική της υπόσταση. Υπάρχει ένας πόλεμος λάσπης, ένας πόλεμος με fake news – το είδαμε αυτές τις μέρες, έχω μία λίστα τουλάχιστον 7-8 ψευδών ειδήσεων που έχουν κάνει πολύ πιο τοξική τη διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών.
Μπορούν να αποδομηθούν παρά πολύ εύκολα, αλλά διακινούνται και από την αντιπολίτευση. Απέναντι σε αυτόν τον πόλεμο δυστυχώς υπάρχουν και θύματα. Προκειμένου να διατηρήσει την ακεραιότητά της η πολιτική, πρέπει να κάνουν πίσω άνθρωποι για τους οποίους υπάρχουν σκιές. Δεν λέω ότι η κυρία Νικολάου έχει κάτι για το οποίο πρέπει να απολογείται, όμως πρέπει να προασπίσουμε την ακεραιότητα της πολιτικής».